éveil - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

éveil - translation to Αγγλικά


éveillé      
awake, awoke; bright, clever; wide awake, sleepless, wakeful; alert
éveil         
n. awakening, arousal
éveiller      
awaken; arouse (i.e. from sleep)

Βικιπαίδεια

Éveil
Léveil action d’éveiller ou de s’éveiller est utilisée en plusieurs sens et se retrouve dans les articles suivants :
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για éveil
1. Une invite ŕ garder son esprit critique en éveil.
2. C‘est ŕ une plongée dans un pays en éveil que nous invite la journaliste Lorraine Millot.
3. Toujours l‘śil aussi vif, les sens en éveil, le geste précis.
4. C‘est nous le peuple palestinien!» Ce fut pour moi un choc et un éveil.
5. Des textes aux aguets, qui appellent tous nos sens, au diapason d‘un esprit en éveil perpétuel.